μελίτειον — και μελίτιον και μελίτιν, τὸ (Α) είδος ποτού που παρασκευαζόταν από νερό και μέλι, υδρόμελι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, ιτος + κατάλ. ειον (πρβλ. σωμάτ ειον)] … Dictionary of Greek
μελίτιον — και μελίτιν, τὸ (Α) βλ. μελίτειον (κατά τον Ησύχ.) «μελίτια τὰ βίττα» … Dictionary of Greek